Σαμαρείτῃ

Σαμαρείτῃ
Σαμαρείτης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σαμαρείτης — ο θηλ. Σαμαρείτισσα και Σαμαρείτιδα 1. αυτός που κατάγεται από τη Σαμάρεια. 2. μτφ., φιλάνθρωπος, σπλαχνικός: Μην παρασταίνεις τον καλό Σαμαρείτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”